Μετάβαση στο περιεχόμενο

koiné

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

koiné (fr) θηλυκό

  • κοινή : η κοινή γλώσσα της Ελληνιστικής περιόδου