koko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koko (eo)
- (ορνιθολογία) ο κόκορας
Φινλανδικά (fi) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
koko (fi)