kolekcjonerka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- kolekcjonerka < θηλυκό του kolekcjoner (+ κατάληξη θηλυκών -ka)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kolekcjonerka (pl) θηλυκό
- η συλλέκτρια, άτομο που έχει συλλογή