komme
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
komme (de)
- 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της ενεργητικής οριστικής του ρήματος kommen
- 1ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της ενεργητικής υποτακτικής του ρήματος kommen
- 3ο ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της ενεργητικής υποτακτικής του ρήματος kommen