Μετάβαση στο περιεχόμενο

komprenata

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

komprenata (eo)

  • ενεστώτας της επιθετικής παθητικής μετοχής του ρήματος kompreni