kompreni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kompreni < kompren- + -i
ρήμα kompreni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας komprenas komprenanta komprenata
αόριστος komprenis kompreninta komprenita
μέλλοντας komprenos komprenonta komprenota
υποθετική komprenus - -
προστακτική komprenu - -

kompreni (eo)