konstant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]konstant (sv)
Επίρρημα
[επεξεργασία]konstant (sv)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]konstant (sv)
- (μαθηματικά) η σταθερή (ή σταθερά)