korekt-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
korekt- < αγγλική correct

korekt- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: διόρθωση

Παράγωγα

[επεξεργασία]