kulo
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο
(eo)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
kulo
<
kul-
+
-o
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
kulo
(eo)
(
ζωολογία
) ο
ψύλλος
Κατηγορίες
:
Γλώσσα εσπεράντο
Ουσιαστικά (εσπεράντο)
Αντίστροφο λεξικό (εσπεράντο)
Ζωολογία (εσπεράντο)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Brezhoneg
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Magyar
Ido
Lietuvių
Malagasy
Bahasa Melayu
Nederlands
Norsk
Polski
Русский
Sängö
Srpskohrvatski / српскохрватски
Slovenčina
Gagana Samoa
Tagalog
Walon
中文
Bân-lâm-gú