kunteniĝu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

kunteniĝu (eo)

  • προστακτική του ρήματος kunteniĝi