kunteniĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα kunteniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας kunteniĝas kunteniĝanta kunteniĝata
αόριστος kunteniĝis kunteniĝinta kunteniĝita
μέλλοντας kunteniĝos kunteniĝonta kunteniĝota
υποθετική kunteniĝus - -
προστακτική kunteniĝu - -

kunteniĝi (eo)