lésinerie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lésinerie (fr) θηλυκό

  1. ο χαρακτήρας του τσιγκούνη
  2. η δράση του τσιγκούνη