laicize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

  • αίρω την ιερατική ή άλλη επίσημη θρησκευτική ιδιότητα από κάποιον, συναινετικά ή όχι
    • καθιστώ λαϊκό