laisser tomber

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

laisser tomber → δείτε τις λέξεις laisser και tomber

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /lɛ.se tɔ̃.be/

Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]

laisser tomber (fr)

  1. εγκαταλείπω, παρατώ κάτι που είχα αρχίσει να κάνω
  2. εγκαταλείπω, παρατώ κάποιον
    elle le laisse tomber comme une vieille chaussette - τον παράτησε σαν μια παλιά κάλτσα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]