laisser tomber
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lɛ.se tɔ̃.be/
Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]
laisser tomber (fr)
- εγκαταλείπω, παρατώ κάτι που είχα αρχίσει να κάνω
- εγκαταλείπω, παρατώ κάποιον
- elle le laisse tomber comme une vieille chaussette - τον παράτησε σαν μια παλιά κάλτσα