lanceolate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]

/ˈlɑːnsɪələt/

Ετυμολογία en

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

lanceolate (en)