Μετάβαση στο περιεχόμενο

lee

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lee (en)

  • η μεριά που είναι προστατευμένη/(προ)φυλαγμένη από τον άνεμο
    η απάνεμη μεριά, ανεμοσκιά