legen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- legen < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *legʰ- (ξαπλώνω). Ομόρριζο με το αρχαία ελληνική λέχομαι (ξαπλώνω)
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]legen (de)
- τοποθετώ, ξαπλώνω κάτι
- (sich legen) ξαπλώνω εγώ ο ίδιος