Μετάβαση στο περιεχόμενο

leniency

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
leniency < lenient + -ency

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

leniency (en) (μη μετρήσιμο)

  • η επιείκεια
      My teacher grades with leniency.
    Ο καθηγητής μου βαθμολογεί με επιείκεια.
      You abused my leniency and again came unprepared.
    Έκανες κατάχρηση της επιείκειάς μου και ήρθες πάλι αμελέτητος.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]