Μετάβαση στο περιεχόμενο

lesivi

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
lesivi < lesiv + -i
ρήμα lesivi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας lesivas lesivanta lesivata
αόριστος lesivis lesivinta lesivita
μέλλοντας lesivos lesivonta lesivota
υποθετική lesivus - -
προστακτική lesivu - -

lesivi (eo)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

lesivi (io)