lisibilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /li.zi.bi.li.te/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lisibilité (fr) θηλυκό