lose face
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
lose face (en)
- χάνω την/πέφτω στην υπόληψη - εκτίμηση των άλλων, θεωρούμαι μη αξιόπιστος, χάνω το πρόσωπό μου στην κοινωνία, ξεπέφτω στα μάτια των άλλων