lovitură
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- lovitură < lovi + -tură < σλαβικής προέλευσης loviti < πρωτοσλαβική γλώσσα *loviti
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lovitură (ro) θηλυκό
lovitură (ro) θηλυκό