médialement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- médialement < médial
Επίρρημα[επεξεργασία]
médialement (fr)
- στη μέση
- lettre placée médialement - γράμμα ευρισκόμενο στη μέση (μιας λέξης)