majtki
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
majtki (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό
- η κιλότα, το γυναικείο βρακί
majtki (pl) μη αρρενοπροσωπικό, μόνο στον πληθυντικό