Μετάβαση στο περιεχόμενο

κιλότα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κιλότα οι κιλότες
      γενική της κιλότας των (κιλοτών)
    αιτιατική την κιλότα τις κιλότες
     κλητική κιλότα κιλότες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κιλότα < (λόγιο δάνειο) γαλλική culotte + [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ciˈlo.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κιλότα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κιλότα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) γυναικείο εσώρουχο που περιβάλλει τους μηρούς και το υπογάστριο
      Σε λίγο τον ανοίγει αλλά αντίς να ρίξει μια ρόμπα τόση ώρα επάνω της τον άνοιξε με το σουτιέν και την κιλότα. (Έλλη Παπαδημητρίου, O κοινός λόγος, γ΄ τόμος, Αθήνα 2003)
     συνώνυμα: βρακί
  2. στρατιωτική περισκελίδα του ιππικού ή παντελόνι ιππασίας, παλιότερα φουσκωτό στους μηρούς και στενό κάτω
      Πιὸ πίσω, ἕνας καβαλάρης μὲ κόκκινο ροῦχο καὶ ἕνα τρικαντὸ μὲ φτερά, ἄσπρη κιλότα καὶ ψηλὲς μαῦρες μπότες: ὁ Σταβλάρχης τοῦ Bασιλέως. (Περικλῆς Βυζάντιος, Ἡ ζωὴ ἑνὸς ζωγράφου, Αθήνα 1994)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]