slip
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
slip | slips |
slip (en)
- (ενδυμασία) κομπινεζόν
- (μεταφορικά) το ολίσθημα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | slip |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slips |
αόριστος | slipped |
παθητική μετοχή | slipped |
ενεργητική μετοχή | slipping |
slip (en)
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 193, 620. ISBN 9780194325684., λήμμα: γλιστρώ, ολίσθημα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
slip | slips |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
slip (fr) αρσενικό