slip up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | slip up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | slips up |
αόριστος | slipped up |
παθητική μετοχή | slipped up |
ενεργητική μετοχή | slipping up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
slip up (en)
- (ιδιωματισμός) κάνω λάθος, κάνω ολίσθημα
- ↪ He slipped up and took the wrong path.
- Έκανε ολίσθημα και πήρε το λάθος μονοπάτι.
- ≈ συνώνυμα: make a mistake
- ↪ He slipped up and took the wrong path.