περισκελίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περισκελίδα < αρχαία ελληνική περισκελίς < περί + σκέλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
περισκελίδα θηλυκό
- (λόγιο) ένα είδος παντελονιού, ένα ένδυμα που καλύπτει την οσφύ και μέρος από τα σκέλη μέχρι το γόνατο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περισκελίδα
|