γόνατο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γόνατο | τα | γόνατα |
γενική | του | γονάτου & γόνατου |
των | γονάτων |
αιτιατική | το | γόνατο | τα | γόνατα |
κλητική | γόνατο | γόνατα | ||
Λόγια γενική ενικού και του γόνατος από το αρχαίο γόνυ | ||||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γόνατο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γόνατον < γόνατα (πληθυντικός του γόνυ) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣo.na.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γό‐να‐το
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γόνατο ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) η άρθρωση μεταξύ του μηρού και της κνήμης
- (βοτανική) το σημείο απ' όπου εκφύονται φύλλα ή βλαστοί [2]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
θέμα με γονατ-
- Λέξεις με γονατ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
θέμα με γονυ-
- → δείτε τη λέξη γόνυ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γόνατο
|
[επεξεργασία]
- ↑ γόνατο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ γόνατο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανθρώπινο σώμα (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)