γονατισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γονατισμένος η γονατισμένη το γονατισμένο
      γενική του γονατισμένου της γονατισμένης του γονατισμένου
    αιτιατική τον γονατισμένο τη γονατισμένη το γονατισμένο
     κλητική γονατισμένε γονατισμένη γονατισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γονατισμένοι οι γονατισμένες τα γονατισμένα
      γενική των γονατισμένων των γονατισμένων των γονατισμένων
    αιτιατική τους γονατισμένους τις γονατισμένες τα γονατισμένα
     κλητική γονατισμένοι γονατισμένες γονατισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

γονατισμένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]