maki
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Κέτσουα
(qu)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
maki
(qu)
χέρι
Κατηγορίες
:
Γλώσσα κέτσουα
Ουσιαστικά (κέτσουα)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Get shortened URL
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Deutsch
Zazaki
English
Español
Eesti
Suomi
Français
Galego
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
한국어
Kurdî
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Bahasa Melayu
Nederlands
Polski
Português
Runa Simi
Română
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Kiswahili
Тоҷикӣ
Türkçe
Tiếng Việt
中文