malpravigi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

malpravigi < mal (στερητικό) + pravigi (δικαιώνω, δικαιολογώ)

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα malpravigi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας malpravigas malpraviganta malpravigata
αόριστος malpravigis malpraviginta malpravigita
μέλλοντας malpravigos malpravigonta malpravigota
υποθετική malpravigus - -
προστακτική malpravigu - -

malpravigi (eo)