maquerellement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

maquerellement < maquerelle (θηλυκό του maquereau) + -ment

Επίρρημα[επεξεργασία]

maquerellement (fr)