marelle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.ʁɛl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

marelle (fr) θηλυκό

Dans la cour de l'école, les filles jouent à la marelle. Στο προαύλιο, τα κορίτσια παίζουν κουτσό.