marelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marelle (fr) θηλυκό
- κουτσό (το παιχνίδι)
- Dans la cour de l'école, les filles jouent à la marelle. Στο προαύλιο, τα κορίτσια παίζουν κουτσό.
- κουτσό (το σχήμα)