medicinal
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]medicinal (en) (χωρίς παραθετικά)
- φαρμακευτικός
- ⮡ medicinal substances which suppress pain/inflammation - φαρμακευτικές ουσίες που καταστέλλουν τους πόνους/τις φλεγμονές