meltemi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
meltemi (it) αρσενικό άκλιτο
Πηγές[επεξεργασία]
- meltemi - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).