membriĝonta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
membriĝonta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]membriĝonta (eo)
- μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος membriĝi
membriĝonta
membriĝonta (eo)