membriĝi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα membriĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | membriĝas | membriĝanta | membriĝata |
αόριστος | membriĝis | membriĝinta | membriĝita |
μέλλοντας | membriĝos | membriĝonta | membriĝota |
υποθετική | membriĝus | - | - |
προστακτική | membriĝu | - | - |
membriĝi (eo)