meow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
meow | meows |
meow (en)
- (φωνή ζώου, ηχομιμητική λέξη) το νιάου, η φωνή της γάτας
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | meow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | meows |
αόριστος | meowed |
παθητική μετοχή | meowed |
ενεργητική μετοχή | meowing |
meow (en)
- νιαουρίζω, για γάτα που κάνει νιάου νιάου
I heard a cat meowing outside the door.
- Άκουσα μια γάτα να νιαουρίζει έξω από την πόρτα.