mianownik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mianownik (pl) αρσενικό
- (γραμματική) η ονομαστική
- (μαθηματικά) ο παρονομαστής