Μετάβαση στο περιεχόμενο

miel-

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
miel- < γαλλική miel

miel- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: μέλι

Παράγωγα

[επεξεργασία]

...