Μετάβαση στο περιεχόμενο

mier

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mier (nl)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

mier (sk) αρσενικό, μόνο στον ενικό (γενική ενικού: mieru)