μυρμήγκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μυρμήγκι | τα | μυρμήγκια |
γενική | του | μυρμηγκιού | των | μυρμηγκιών |
αιτιατική | το | μυρμήγκι | τα | μυρμήγκια |
κλητική | μυρμήγκι | μυρμήγκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μυρμήγκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μυρμήγκι(ν) / μερμήγκι(ν) / μερμήκιν < ελληνιστική κοινή μυρμήκιον < αρχαία ελληνική μύρμηξ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *morwi (μυρμήγκι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miɾˈmiŋ.ɟi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μυρμήγκι ουδέτερο
- (έντομο) οποιοδήποτε από τα διάφορα έντομα της οικογένειας Formicidae της τάξης των υμενοπτέρων, που ζουν σε μεγάλες αποικίες και αποτελούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου από άπτερα θηλυκά
- (μεταφορικά) ο μικρός ή ασήμαντος άνθρωπος
- θα τον λιώσω σαν μυρμήγκι
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- μυρμηγκάκι / μερμηγκάκι
- μύρμηγκας / μέρμηγκας
- μυρμηγκιά
- μυρμηγκιάζω
- μυρμήγκιασμα
- μυρμηγκικός και μυρμηκικός
- μυρμηγκοφάγος
- μυρμηγκοφωλιά
- → δείτε τη λέξη μαρμάγκα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
μυρμήγκι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μυρμήγκι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)