minced oath

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Σύνθετο Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

minced oath (en)

  • ευφημιστική βρισιά, υβριστικός ευφημισμός
    πχ «την πανακόλλα μου» (χωρίς το ρήμα ɣαμώ)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • minced oath στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια