moški
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σλοβενικά
(sl)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
moški
(sl)
αρσενικό
άντρας
Κατηγορίες
:
Σλοβενική γλώσσα
Ουσιαστικά (σλοβενικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Български
English
Euskara
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Hrvatski
Magyar
Íslenska
ಕನ್ನಡ
Кыргызча
ລາວ
Lietuvių
Polski
Русский
Srpskohrvatski / српскохрватски
Slovenščina
Tagalog