moder
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά
(da)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
moder
(da)
η
μητέρα
, η
μάνα
Κατηγορίες
:
Δανική γλώσσα
Ουσιαστικά (δανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
Azərbaycanca
Български
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Esperanto
Español
Euskara
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Frysk
Hrvatski
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
ქართული
한국어
Kurdî
Кыргызча
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
ဘာသာ မန်
Plattdüütsch
Nederlands
Polski
Português
Русский
Slovenščina
Svenska
தமிழ்
ไทย
Türkçe
Volapük
中文
Bân-lâm-gú