μάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μάνα | οι | μάνες & μανάδες |
γενική | της | μάνας | των | — & μάνάδων |
αιτιατική | τη | μάνα | τις | μάνες & μανάδες |
κλητική | μάνα | μάνες & μανάδες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μάνα < μεσαιωνική ελληνική μάννα( < μάμμα < αρχαία ελληνική μάμμη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μάνα θηλυκό
- {οικογένεια, οικείο μητέρα
- (μεταφορικά) η ξύλινη βάση του χαρταετού
- (μεταφορικά) παίκτης με κεντρικό ή ιδιαίτερο ρόλο σε διάφορα παιχνίδια
- (μεταφορικά) (τάβλι) η θέση από όπου "ξεκινάει" κάποιος (στα περισσότερα παιχνίδια)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- μάννα (σπάνιο)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- από τη μάνα του: (για μηχανήματα, υλικά) από κατασκευής
- είμαι μάνα (σε κάτι): είμαι εξπέρ, έχω μεγάλη επιδεξιότητα (σε κάτι)
- ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του: (συνήθως για οικονομικά) έχει παράλογες και υπερβολικές απαιτήσεις
- κατά μάνα κατά κύρη (κατά γιο και θυγατέρα):
- να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει / τρώει η μάνα και του παιδιού δεν δίνει: για κάτι πολύ νόστιμο
- όπως τον γέννησε η μάνα του: ολόγυμνος
- παιδί της μάνας του:
- πουλάει και τη μάνα του:
- χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα: για πολύ μπερδεμένες καταστάσεις ή καταστάσεις πανικού
[επεξεργασία]
- αετομάνα
- βρυσομάνα
- θαλασσομάνα
- καβουρομάνα
- καλομάνα
- λεβεντομάνα
- μικρομάνα
- νερομάνα
- παραμάνα
- σταυρομάνα
- φτωχομάνα
- ψυχομάνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μητέρα
→ δείτε τη λέξη μητέρα |
βασικός ή κεντρικός ρόλος σε παιχνίδια
τάβλι