Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψυχομάνα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχομάνα οι ψυχομάνες
      γενική της ψυχομάνας
    αιτιατική την ψυχομάνα τις ψυχομάνες
     κλητική ψυχομάνα ψυχομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχομάνα < ψυχο- + μάνα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχομάνα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]