καβουρομάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καβουρομάνα οι καβουρομάνες
      γενική της καβουρομάνας
    αιτιατική την καβουρομάνα τις καβουρομάνες
     κλητική καβουρομάνα καβουρομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καβουρομάνα < κάβουρ(ας) ή καβούρ(ι) + -ο- + -μάνα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ka.vu.ɾoˈma.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐βου‐ρο‐μά‐να

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καβουρομάνα θηλυκό

  1. (ζώο) είδος μεγαλόσωμου καβουριού
  2. (μεταφορικά, σκωπτικό) υπερβολικά τσιγκούνης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]