καβουρομάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καβουρομάνα | οι | καβουρομάνες |
γενική | της | καβουρομάνας | — | |
αιτιατική | την | καβουρομάνα | τις | καβουρομάνες |
κλητική | καβουρομάνα | καβουρομάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καβουρομάνα < κάβουρ(ας) ή καβούρ(ι) + -ο- + -μάνα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ka.vu.ɾoˈma.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐βου‐ρο‐μά‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καβουρομάνα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] είδος μεγάλου καβουριού
|
(μεταφορική σημασία)
|
Πηγές
[επεξεργασία]- καβουρομάνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μάνα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)