κάβουρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κάβουρας | οι | κάβουρες |
γενική | του | κάβουρα | — | |
αιτιατική | τον | κάβουρα | τους | κάβουρες |
κλητική | κάβουρα | κάβουρες | ||
Και πληθυντικός «οι κάβουροι» από το κάβουρος. Δείτε και καβούρι. | ||||
όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάβουρας < μεσαιωνική ελληνική κάβουρας < *κάβουρος < *κάβαρος < ελληνιστική κοινή κάραβος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈka.vu.ɾas/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάβουρας αρσενικό (θηλυκό καβουρίνα)
- (ζωολογία) καρκινοειδές μαλακόστρακο που ζει στη θάλασσα, τις λίμνες και τα ποτάμια. Έχει φαρδύ πεπλατυσμένο σώμα με σκληρό περίβλημα και δέκα πόδια, από τα οποία τα δύο εμπρόσθια καταλήγουν σε δαγκάνες. Τα πόδια βρίσκονται γύρω από το σώμα, με αποτέλεσμα να κινείται μόνο πλάγια. Αλιεύεται για τη νόστιμη σάρκα του
- ο σωληνοκάβουρας, εργαλείο για το βίδωμα και το ξεβίδωμα μεταλλικών αντικειμένων. Έχει λαβίδα που μοιάζει με δαγκάνα κι ένα κινητό στέλεχος που ρυθμίζει το άνοιγμα της λαβίδας
- (ναυτικός όρος): ειδικό άγκιστρο ασφάλισης (έχμασης) της καδένας της άγκυρας, φέρεται μόνιμα στο κατάστρωμα στην πλώρη των πλοίων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα : ως πρόκληση για κάτι δύσκολο ή για κάτι που απαιτεί ιδιαίτερες ικανότητες
- να καβούρους, δώσε μου αλεύρι : για άδικες ανταλλαγές
- τι είναι ο κάβουρας, τι το ζουμί του : για κάτι που δεν επαρκεί, διότι είναι λίγο σε ποσότητα
- πάω σαν τον κάβουρα : βαδίζω πλάγια // κινούμαι αργά και νωθρά
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαλακόστρακο
εργαλείο
[επεξεργασία]
- ↑ «κάβουρας» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' χωρίς γενική πληθυντικού
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)